φλογερός — blazing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek
φλογερά — φλογερός blazing neut nom/voc/acc pl φλογερά̱ , φλογερός blazing fem nom/voc/acc dual φλογερά̱ , φλογερός blazing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερώτερον — φλογερός blazing adverbial comp φλογερός blazing masc acc comp sg φλογερός blazing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερῶν — φλογερός blazing fem gen pl φλογερός blazing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερόν — φλογερός blazing masc acc sg φλογερός blazing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσώνης, Δαμιανός — Φλογερός ρασοφόρος και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Κουτουλίστια, τα σημερινά Κρυονέρια της Ναυπακτίας, προερχόταν από το γένος των Τσουνοπολαίων και το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Στα παιδικά χρόνια είχε ασκήσει το πατρογονικό… … Dictionary of Greek
φλογεραί — φλογερός blazing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογεροῖο — φλογερός blazing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογεροῖς — φλογερός blazing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)